- εύνους
- -ουν (ΑΜ εὔνους, -ουν, εὔνοος, -οον)αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ.β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» — αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν.γ. «τὴν πάροδον ἵν' ἔχης... εὐνουστέραν» — για να είναι το πέρασμα πιο ευνοϊκό, άνετο για σένα, Διον. Κωμ.)μσν.αυτός που κινεί το ενδιαφέροναρχ.1. (για γυναίκα, υπερθ.) εὐνουστάτησυμπαθέστατη2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔνουνη εύνοια.επίρρ...εὐνόως και εὔνως (Α)ευνοϊκώς.[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + -νους (< νους), πρβλ. θελξί-νους, κρυψί-νους].
Dictionary of Greek. 2013.